- σπαργανώνω
- σπαργάνωσα, σπαργανώθηκα, σπαργανωμένος, περιτυλίγω το βρέφος με σπάργανα, φασκιώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαργανώνω — σπαργανῶ, όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, όομαι, Α [σπάργανον] (σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ) … Dictionary of Greek
επικαταδεσμώ — ἐπικαταδεσμῶ, έω (Α) σπαργανώνω βρέφος προσδένοντάς το πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
κειριώ — άω (Α κειριῶ, όω) [κειρία] νεοελλ. περιτυλίγω σχοινί με κειρία* για να τό προφυλάξω από την τριβή αρχ. περιδένω, σπαργανώνω … Dictionary of Greek
σπαργάνωμα — το, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαργανώνω, φάσκιωμα αρχ. το σπάργανο … Dictionary of Greek
σπαργανίζω — Α [σπάργανον] σπαργανώνω … Dictionary of Greek
σπαργανώ — άω, Α [σπάργανον] σπαργανώνω … Dictionary of Greek
σπαργνούμαι — όομαι, Α (επικ. τ.) βλ. σπαργανώνω … Dictionary of Greek
συσπαργανώ — όω, Μ [σπαργανῶ] σπαργανώνω μαζί … Dictionary of Greek
φασκιώνω — φασκιῶ, όω, ΝΜΑ [φασκία] (σχετικά με βρέφη) περιτυλίγω με φασκιές, με σπάργανα, σπαργανώνω αρχ. περιδένω με επίδεσμο … Dictionary of Greek
φασκιώνω — φάσκιωσα, φασκιώθηκα, φασκιωμένος 1. περιτυλίγω βρέφος με φασκιά, το σπαργανώνω. 2. επιδένω, περιτυλίγω με επίδεσμο: Βγήκε το νύχι του και αυτός φάσκιωσε το δάχτυλό του. 3. περιδένω σπασμένο μέλος του σώματος με νάρθηκα, το καλαμώνω: Ύστερα από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)